- κοιλόφωνος
- κοιλόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.επίρρ...κοιλοφώνως (Α)με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεσό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.